- δυσφορίας
- δυσφορίᾱς , δυσφορίαmalaisefem acc plδυσφορίᾱς , δυσφορίαmalaisefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
δευτεριάτικος — η και ια, ο Ι. αυτός που συμβαίνει, ανήκει ή αναφέρεται στη Δευτέρα II. επίρρ. δευτεριάτικα κατά τη Δευτέρα (συνήθως σε εκφράσεις δυσφορίας, «άλλος μπελάς δευτεριάτικα») … Dictionary of Greek
δυσαρέσκεια — η 1. το να δυσαρεστηθεί κάποιος 2. το δυσάρεστο συναίσθημα, συναίσθημα δυσφορίας («τόν άκουσα με δυσαρέσκεια») 3. μομφή που εκφράζεται από προϊστάμενο προς υφιστάμενο 4. αφορμή δυσαρέσκειας, παρεξήγηση … Dictionary of Greek
δυσαρέστηση — η (AM δυσαρέστησις) νεοελλ. το να δυσαρεστείται κάποιος, η πρόκληση δυσφορίας αρχ. 1. δεινοπάθεια 2. δυσαρεστία … Dictionary of Greek
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek
ενόχληση — η (AM ἐνόχλησις) [ενοχλώ] πρόκληση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας νεοελλ. ελαφρός πόνος ή αδιαθεσία … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές … Dictionary of Greek
ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής … Dictionary of Greek
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek